- ἰσκάνδιον
- ἰσκάνδιον· σαλπίγγιον, Hsch. [full] ἰσκανδοτόν· σαλπιγγωτόν, Id. [full] ἴσκλος, ὁ,A v. ὕσκλος. [full] ἰσκός· κλέπτης, Id.; cf. κίσκος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.